υπομάττω

υπομάττω
Α
(αττ. τ.) βλ. ὑπομάσσω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μάσσω — (AM, Α αττ. τ. μάττω) 1. ζυμώνω, πιέζω ζύμη μέσα σε ένα καλούπι, ειδικά για μικρές κρίθινες πίτες που τίς έτρωγαν χωρίς να τίς ψήσουν («οὐδεὶς γὰρ αίῃ με μάττοντ ἐσθίειν», Αριστοφ.) 2. κατεργάζομαι, μαλάσσω, «δουλεύω» κάτι με το χέρι, ζυμώνω… …   Dictionary of Greek

  • υπομάσσω — και αττ. τ. ὑπομάττω Α 1. αλείφω κάτι από κάτω 2. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) ὑπομεμαγμένος αυτός που βρίσκεται κάτω από κάτι, ιδίως αυτός που καλύπτεται εντελώς από κάτι που βρίσκεται αποπάνω του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μάσσω «ζυμώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”